Μικρές Πορείες

Ο ήλιος δεν είχε καλά-καλά φανεί πίσω από το Μακρονήσι, μα ήταν ήδη ξύπνιος. Το λιμάνι του Λαυρίου ήταν ακόμα σιωπηλό, με τα καΐκια δεμένα και τα σχοινιά να τρίζουν απαλά στο ξύλινο ρυθμό της πρωινής αύρας.

Πέρασαν σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε που είχε φύγει από την Ελλάδα για τη Σουηδία. Εκεί έφτιαξε μια ζωή διαφορετική — δουλειά στην τεχνολογία, φίλοι από όλο τον κόσμο, χειμώνες μακρινοί. Μα κάθε καλοκαίρι, επέστρεφε για λίγες μέρες. Στο ίδιο σπίτι, στα ίδια σοκάκια, στο ίδιο προάυλιο του σχολείου. Κι όπως πάντα, έκανε μια στάση στο Λαύριο. Ήταν εκεί όπου ξεκίνησαν όλα.

Ήταν ακόμα παιδί όταν ερχόταν με την οικογένειά του για καλοκαιρινές διακοπές. Δεν έκαναν κάτι σπουδαίο — απλώς περπατούσαν στο λιμάνι, κοιτούσαν τα ψαροκάικα και τα ιστιοπλοϊκά με σημαίες απ’ όλο τον κόσμο, και μετά πήγαιναν για φαγητό σε κάποιο ταβερνάκι. Θυμάται τον πατέρα του να μιλάει με τον ξάδερφό του για το πόση ώρα θα τους έπαιρνε να φτάσουν στην Τζιά, με εκείνη ή με την άλλη βάρκα. Ο ίδιος είχε πάρει δίπλωμα ταχυπλόου, με το όνειρο κάποτε να πάρει ένα μικρό φουσκωτό. Δεν τα κατάφερε. Πέθανε νωρίς, και τα λεφτά δεν έφταναν ποτέ.

Μα ο σπόρος είχε φυτευτεί,ακόμα και στη Στοκχόλμη, σκεφτόταν τη θάλασσα της Κέας, τα πανιά που ανοίγουν σαν αγκαλιές, και εκείνο το απλό παιδικό ερώτημα που έκανε στον πατέρα του κάθε φορά:
— «Μπορεί αυτό το σκάφος να πάει στην Τζιά;»

Σήμερα, δε θα ρωτούσε κανέναν. Σήμερα, θα πήγαινε μόνος του.

Το σκάφος του —ένα 27άρι παλιό, κουρασμένο απ’ τον καιρό και τα χρόνια— το είχε αγοράσει φτηνά από έναν Νορβηγό που ήθελε να το ξεφορτωθεί. Τον πρώτο χειμώνα το ξεψάχνισε, τον δεύτερο το έβαψε, τον τρίτο άλλαξε σχεδόν τα πάντα μόνος του. Στην καμπίνα είχε αφήσει μια παλιά φωτογραφία: αυτός μικρός με τον πατέρα του, κάθονται σ’ ένα πεζούλι στο Λαύριο με φόντο ένα λευκό ιστιοπλοϊκό.

Άνοιξε τα πανιά λίγο μετά τις εφτά. Ο βοριάς φυσούσε με σταθερότητα, τόσο όσο να του θυμίζει πως η θάλασσα έχει ψυχή αλλά και σεβασμό για όποιον την τιμά. Το σκάφος έπιασε πορεία ανατολικα-νοτιοανατολικά, προς την Κέα — ή, όπως πάντα την έλεγαν οι παλιοί, την Τζιά.

Καθώς ταξίδευε, τα κύματα χτυπούσαν ελαφρά την πλώρη και ο ήλιος ανέβαινε. Δεν ένιωθε πια το σώμα του όπως παλιά — κουραζόταν πιο εύκολα, όμως αυτό το ταξίδι δεν ήταν για να βιαστεί. Ήταν για να θυμηθεί.

Εκεί, στα μισά της διαδρομής, έγειρε πίσω στο τιμόνι και ψιθύρισε:
— «Να, μπαμπά. Φτάνει. Πάμε Τζιά.»

Το σκάφος έγερνε ελαφρά, κι εκείνος έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή. Δεν ήταν ακριβώς ευτυχισμένος. Ήταν… ήσυχος. Και αυτή η ησυχία είχε τη γεύση του καλοκαιριού, του ιδρώτα, του παλιού ξύλου και μιας υπόσχεσης που κρατήθηκε, έστω και αργά.

Το μεσημέρι μπήκε στον Οτζιά. Έριξε την άγκυρα, βούτηξε στο νερό χωρίς δεύτερη σκέψη. Το σώμα του σκίρτησε. Έμεινε με τα χέρια ανοιχτά, να επιπλέει.

Κάτω απ’ τα πόδια του, το πέλαγος.
Πάνω απ’ το κεφάλι του, ο ουρανός.
Μέσα του, ο πατέρας του.

Μικρές πορείες.
Μεγάλα ταξίδια.

Σχολιάστε